Mεγαλώνοντας αναρωτιόμουν πώς ζουν οι άνθρωποι σε κατάσταση πολέμου. Φανταζόμουν γκρίζες πόλεις, τους ανθρώπους κρυμένους νυχθημερόν στα καταφύγια, τη ζωή να σταματάει.
Σήμερα το πρωί, στοιβαγμένη σε ένα λεωφορείο που περνούσε μπροστά από το Σύνταγμα για να κατέβει την Αμαλίας, συνειδητοποίησα ότι κάπως έτσι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι σε καιρό πολέμου. Μουδιασμένοι μεν, προχωρώντας κι ανασαίνοντας δε.
Οι άνθρωποι γύρω μου σπουδάζουν, κάνουν όνειρα, ερωτεύονται, κάνουν παιδιά. Άνθρωποι γύρω μου ψάχνονται, διαβάζουν, προσπαθούν να βρουν μιαν άκρη. Τρέχουν σε πορείες και συνελεύσεις, εισπνέουν χημικά, επιμένουν. Κλείνονται, απογοητεύονται, σκύβουν το κεφάλι. Ονειροπολούν, μεθούν, χορεύουν. Συζητούν, τσακώνονται, μονιάζουν. Ελπίζουν, το βάζουν κάτω, ξανασηκώνονται.
Παρά το γεγονός ότι ανήκουν σε μια "χαμένη" γενιά. Τη γενιά των κλισέ. Τη γενιά που δεν έμαθε από την ιστορία και αναγκάζεται να την ξαναζήσει. Τη γενιά που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Τη γενιά που θα μεταναστεύσει. Τη γενιά που θα ψάξει για αποδιοπομπαίους τράγους.
"Και τι να κάνεις; Τι να πεις;"
"Ξέρω 'γω;"
Σήμερα το πρωί, στοιβαγμένη σε ένα λεωφορείο που περνούσε μπροστά από το Σύνταγμα για να κατέβει την Αμαλίας, συνειδητοποίησα ότι κάπως έτσι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι σε καιρό πολέμου. Μουδιασμένοι μεν, προχωρώντας κι ανασαίνοντας δε.
Οι άνθρωποι γύρω μου σπουδάζουν, κάνουν όνειρα, ερωτεύονται, κάνουν παιδιά. Άνθρωποι γύρω μου ψάχνονται, διαβάζουν, προσπαθούν να βρουν μιαν άκρη. Τρέχουν σε πορείες και συνελεύσεις, εισπνέουν χημικά, επιμένουν. Κλείνονται, απογοητεύονται, σκύβουν το κεφάλι. Ονειροπολούν, μεθούν, χορεύουν. Συζητούν, τσακώνονται, μονιάζουν. Ελπίζουν, το βάζουν κάτω, ξανασηκώνονται.
Παρά το γεγονός ότι ανήκουν σε μια "χαμένη" γενιά. Τη γενιά των κλισέ. Τη γενιά που δεν έμαθε από την ιστορία και αναγκάζεται να την ξαναζήσει. Τη γενιά που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Τη γενιά που θα μεταναστεύσει. Τη γενιά που θα ψάξει για αποδιοπομπαίους τράγους.
"Και τι να κάνεις; Τι να πεις;"
"Ξέρω 'γω;"