Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Μη μ' αφήσεις να φύγω

Το είδα όλο μπροστά μου. Τη βαλίτσα που δεν κλείνει με τίποτα, τις κούτες που ποτέ δεν έχουν συνοχή, το χαμό της τελευταίας στιγμής. Τις αναμνήσεις σε κάθε γωνία.

Θυμόμαστε με όλες τις αισθήσεις, σου λέει.

Εδώ είχα κρεμάσει κάτι. 
Όταν άνοιγα τα παράθυρα άκουγα εκείνον τον ήχο. 
Από τα κεριά έβγαινε αυτή η μυρωδιά. 
Η μέση μου πονούσε κάθε πρωί απ' αυτό το βαθούλωμα στο στρώμα.
Κι η γεύση από το ζεστό ψωμί που έφτιαξα εκείνο το βράδυ που δε μ' έπαιρνε ο ύπνος.
 
Μετακομίσεις επί μετακομίσεων.  
Το άγχος και ο πανικός. Πότε μαζεύτηκαν τόσα πράγματα; Τα διαλείμματα μελαγχολίας πάνω από τις στοίβες με τα βιβλία. Η ευκολία με την οποία πάνε στα σκουπίδια χαρτάκια και παραχαρτάκια που κάποτε θέλησα να κρατήσω για πάντα. Τα δύο-τρία λεπτά στο τέλος, μόνη, χωρίς τα πράγματα - οι τελευταίες ματιές στο χώρο, η νοερή φωτογράφιση για μελλοντική αναφορά. Το χέρι στην κλειστή πόρτα. Το γύρισμα της πλάτης, το γύρισμα της σελίδας. Και τα σενάρια για το πώς θα είναι το επόμενο.

Πάντα ήταν καλύτερο το επόμενο.

Τώρα όμως δε θέλω επόμενο. Θέλω να κρατηθώ στο προηγούμενο. Θέλω να μαντρωθώ στους τοίχους του. Να χωθώ κάτω από το πράσινο πάτωμά του.
Δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Μη μ' αφήσεις να φύγω.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Γέφυρες

Οι γέφυρες είναι ο νεκρός χρόνος των τραγουδιών. Η μετάβαση από το ένα καλό μέρος στο άλλο. Πώς να γινόταν όμως αλλιώς; Πώς να άκουγες τραγούδια με επαναλαμβανόμενα ρεφραίν;
Κι εμείς, χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλο. Γινόμαστε γέφυρες ο ένας για τον άλλο. Σαν τη γέφυρα που δίπλα της χορεύαμε στην αλλαγή του χρόνου.
Είμαστε γέφυρες ο ένας για τον άλλο. Κι ελπίζουμε αυτή η γέφυρα επιτέλους κάπου να μας βγάλει. Αλλά καταλήγουμε να κάνουμε την ίδια διαδρομή. Πάλι και πάλι. Από τη μία όχθη στην άλλη και ξανά πίσω.