Κάποτε κάθε μας ταξίδι ήταν μια μικρή νίκη. Θυμάσαι; Αφήναμε τις πατημασιές μας στις αμμουδιές του κόσμου, απ'το βορρά μέχρι το νότο, απ'το σούρουπο ως την ανατολή. Τις μάθαμε όλες, μία-μία, τις χαρτογραφήσαμε απ' άκρη σ' άκρη.
Τώρα γυρνάμε με τις άμμους στα παπούτσια. Χειμωνιάτικα. Σκεφτόμαστε την ύπαρξή μας. Οι δουλειές, οι γκόμενοι, το νοίκι. Κάποιο δόντι που πονάει, οι βιταμίνες που ξεχάσαμε να πάρουμε το πρωί, το χάπι που ξεχάσαμε το βράδυ.
Αναρωτιέσαι τι καταφέραμε. Αν καταλάβαμε καλύτερα ο ένας τον άλλο. Και άκρη δε βγαίνει. Πώς άλλωστε μπορεί να βγει άκρη για τέτοια πράγματα;
Και μπαίνουμε στ'αυτοκίνητα, περνάμε σύνορα κι αλλάζουμε κόσμους. Και συγκρουόμαστε. Σαν κόσμοι ξένοι.
Αναρωτιέσαι τι καταφέραμε. Αν καταλάβαμε καλύτερα ο ένας τον άλλο. Και άκρη δε βγαίνει. Πώς άλλωστε μπορεί να βγει άκρη για τέτοια πράγματα;
Και μπαίνουμε στ'αυτοκίνητα, περνάμε σύνορα κι αλλάζουμε κόσμους. Και συγκρουόμαστε. Σαν κόσμοι ξένοι.