Πλησιάζοντας στην πλατεία, το μάτι μου έπεσε στο δέντρο. Υπάρχουν ακόμη γύρω του σημειώματα, ξεραμένα λουλούδια, αφιερώματα. Θυμήθηκα τις κουβέντες που πετούσαν στον αέρα μερικοί, ότι ο θάνατος δεν μπορεί να γίνεται δημόσια και γιατί τελοσπάντων μαζεύεται τόσος κόσμος γύρω από ένα δέντρο. Σκέφτηκα ότι ακόμα και μετά θάνατον όλο και κάποιος θα βρεθεί να σε κατακρίνει - και μάλλον χωρίς λόγο. Και θυμήθηκα κι εκείνη τη γυναίκα πριν 2-3 μήνες έξω από το Λαϊκό που μου είπε ότι σκέφτεται να πέσει από το μπαλκόνι και το μόνο που τη σταματάει είναι η ρετσινιά που θα ακολουθεί τα παιδιά της - τα παιδιά μιας τρελής που έπεσε από το μπαλκόνι.
Η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια. Κάποιοι κάθονταν στα παγκάκια. "Ίσως είναι άστεγοι", σκέφτηκα, "ή ίσως νοσταλγοί, σαν κι εμένα". Τις κουβέντες τους σκέπαζε ο ήχος από τα πατίνια δυο δεκαοχτάρηδων, που επανειλημμένως έπεφταν και επανειλημμένως ξανασηκώνονταν. Και λίγο πιο πέρα, εντελώς εκτός πλαισίου και με έναν τρόπο σχεδόν χυδαίο, το προεκλογικό περίπτερο της "φιλελεύθερης παράταξης", με δύο τηλεοράσεις plasma και κάμποσες καρέκλες, για να ξαποσταίνουν οι πιστοί αυλικοί.
Στο δρόμο της επιστροφής, η μόνη σκέψη που τριγυρνούσε στο μυαλό μου ήταν ότι ο προεκλογικός πυρετός έχει αφήσει ανέγγιχτους τους δρόμους αυτής της πόλης, ενώ στα αυτιά μου μού τραγουδούσαν οι radiohead.